- λέτσος
- ο1. άνθρωπος βρόμικος και κακοντυμένος, κουρελής2. μτφ. α) άνθρωπος χωρίς αξία και σοβαρότηταβ) άνθρωπος με άσχημους τρόπους και άσχημη εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lezzo «δυσωδία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέτσος — ο (λ. ιταλ.) 1. κακοντυμένος, βρόμικος, εξαθλιωμένος: Παρόλο που έχει πολλά λεφτά κυκλοφορεί λέτσος. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει αξιοπρέπεια: Είναι ψεύτης και λέτσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέτσικος — η, ο [λέτσος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λέτσο, σε κακοντυμένο, σε κουρελή («λέτσικο ντύσιμο»). επίρρ... λέτσικα με λέτσικο τρόπο, σαν λέτσος … Dictionary of Greek
λετσαρία — η 1. πολλοί κακοντυμένοι και βρόμικοι άνθρωποι, πολλοί λέτσοι μαζί 2. η ιδιότητα τού λέτσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέτσος + κατάλ. αρία (πρβλ. κοκετ αρία, σνομπ αρία)] … Dictionary of Greek
λεχρίτης — ο θηλ. ισσα άνθρωπος τιποτένιος, ο αλήτης, ο λέτσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)